κεκορεσμένου

κεκορεσμένου
κορέννυμι
satiate
perf part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βρασμός — Φαινόμενο που συμβαίνει όταν η τάση των ατμών ενός υγρού –με τη μεταβολή είτε της θερμοκρασίας είτε της πίεσης– υπερβεί την εξωτερική πίεση. Είναι λοιπόν δυνατόν να πετύχουμε β. είτε υψώνοντας τη θερμοκρασία είτε μειώνοντας την πίεση. Με τις… …   Dictionary of Greek

  • δεκανικός — ή, ό (AM δεκανικός, ή, όν) [δεκανός] νεοελλ. χημ. φρ. «δεκανικόν οξύ» είδος κεκορεσμένου λιπαρού οξέος αρχ. μσν. αστρολ. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον δεκανό ή στους δεκανούς μσν. το ουδ. ως ουσ. το δεκανικόν εκκλησιαστικό δεσμωτήριο αρχ. το… …   Dictionary of Greek

  • λαυρικός — ή, ό χημ. κοινή ονομασία ενός κεκορεσμένου μονοκαρβονικού οξέος καθώς και τής αντίστοιχης αλκοόλης αλδεΰδης και μερκαπτάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lauric (< αγγλ. laurus < λατ. laurus)] …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”